Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: scheuchen , scheuern , Scheusal και Scheuerleiste

Scheusal <-s, -e [o. -säler] > [ˈʃɔɪzaːl] SUBST ουδ

II . scheuern [ˈʃɔɪɐn] VERB αυτοπ ρήμα

scheuern sich scheuern:

Scheuerleiste <-, -n> SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский