Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστράφτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστρά|φτω <-ψα> [asˈtraftɔ] VERB αμετάβ

2. αστράφτω (μάτια, κοσμήματα):

αστράφτω

3. αστράφτω (πρόσωπο):

αστράφτω

ιδιωτισμοί:

αστράφτω μία σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με αστράφτω

αστράφτω μία σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский