Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: potent και Depotrecht

Depotrecht <-(e)s> SUBST ουδ ενικ ΝΟΜ

potent [poˈtɛnt] ΕΠΊΘ

1. potent (finanziell):

2. potent (sexuell):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский