Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Repressalie , repressiv και depressiv

Repressalie <-, -n> SUBST θηλ mst πλ

1. Repressalie (Verfolgung, Druckausübung):

δίωξη θηλ

2. Repressalie (Vergeltungsmaßnahme):

αντίποινα ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский