Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mogeln , modern και Moderne

Moderne <-> [moˈdɛrnə] SUBST θηλ ενικ

1. Moderne (Gegenwart):

2. Moderne (Kunst):

modern2 [moˈdɛrn] ΕΠΊΘ

mogeln [ˈmoːgəln] VERB αμετάβ

1. mogeln (im Spiel):

2. mogeln (in Prüfung):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский