Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Malediven , Malzbier , maligne , malträtieren , malern και malerisch

Malediven <-> [maleˈdiːvən] SUBST n πλ

malerisch ΕΠΊΘ

2. malerisch (schön):

malern VERB μεταβ οικ

malträtieren [maltrɛˈtiːrən] VERB μεταβ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский