Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: glibberig , Gläubiger , achtziger και Prediger

glibberig [ˈglɪbərɪç] ΕΠΊΘ ιδιωμ οικ

glibberig s. gallertartig

Βλέπε και: gallertartig

gallertartig [ˈgalɐtʔaːɐtɪç] ΕΠΊΘ

Prediger(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ)

Gläubiger <-s, -> SUBST αρσ

Gläubiger ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ
Gläubiger ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский