Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Pope , Tropen , proper και Propen

Pope <-n, -n> [ˈpoːpə] SUBST αρσ

παπάς αρσ

Propen <-s> [proˈpeːn] SUBST ουδ ενικ ΧΗΜ

proper [ˈprɔpɐ] ΕΠΊΘ

1. proper (ordentlich):

2. proper (gepflegt):

3. proper ειρων:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский