Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „hinstürzen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

hin|stürzen VERB αμετάβ +sein

1. hinstürzen (hinfallen):

hinstürzen

2. hinstürzen (hineilen):

hinstürzen zu +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "hinstürzen" σε άλλες γλώσσες

"hinstürzen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский