Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „hinlangen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

hin|langen VERB αμετάβ οικ

1. hinlangen (zupacken):

hinlangen nach +δοτ
αρπάζω +αιτ

2. hinlangen (zuschlagen):

hinlangen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Aber sie war auch sehr hart, konnte richtig hinlangen.
de.wikipedia.org
Der Verteidiger gilt als äußerst robuster und unangenehmer Gegenspieler, der auch mal ordentlich hinlangen kann.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"hinlangen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский