Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: habil. , Habitat , habilitiert και habilitieren

Habitat <-s, -e> [habiˈtaːt] SUBST ουδ bio

habil.

habil. Abk von συντομογραφία: habilitiert

Βλέπε και: habilitiert

habilitiert ΕΠΊΘ ΠΑΝΕΠ

habilitiert ΕΠΊΘ ΠΑΝΕΠ

habilitieren VERB αμετάβ/αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский