Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: haarig και Email

Email <-s, -s> [eˈmaɪ] SUBST ουδ

haarig [ˈhaːrɪç] ΕΠΊΘ

1. haarig (behaart):

2. haarig (Brust, Arm):

3. haarig οικ (heikel, unangenehm):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский