Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κερατένιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κερατένι|ος <-α, -ο> [cɛraˈtɛɲɔs] ΕΠΊΘ

1. κερατένιος (φτιαγμένος από κέρατο):

κερατένιος
Horn-, aus Horn

2. κερατένιος (δύσκολος, αναθεματισμένος):

κερατένιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский