Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κέρασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κέρασμα [ˈcɛrazma] SUBST ουδ

1. κέρασμα (προσφορά):

κέρασμα
Anbieten ουδ

2. κέρασμα (γύρος ποτών):

κέρασμα
Runde θηλ
το κέρασμα είναι δικό μου!

Παραδειγματικές φράσεις με κέρασμα

το κέρασμα είναι δικό μου!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский