Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: gepflegt και Gepäck

Gepäck <-(e)s> [gəˈpɛk] SUBST ουδ ενικ

gepflegt [gəˈpfleːkt] ΕΠΊΘ

1. gepflegt (ordentlich):

2. gepflegt (sauber):

3. gepflegt (kultiviert):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский