Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „gammelte“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

gammeln [ˈgaməln] VERB αμετάβ οικ

1. gammeln (Lebensmittel):

2. gammeln (faul sein):

3. gammeln (Zeit verlieren):

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Diese Schüler gammeln nun auf den Fluren.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский