Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μουχλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μουχλιά|ζω <-σα, -σμένος> [muxˈʎazɔ] VERB αμετάβ

1. μουχλιάζω:

μουχλιάζω

2. μουχλιάζω μτφ (φυτοζωώ):

μουχλιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский