Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χασομερώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χασομερ|ώ <-άς, -ησα> [xasɔmɛˈrɔ] VERB αμετάβ

1. χασομερώ (χάνω την ώρα μου):

χασομερώ

2. χασομερώ (περνώ την ώρα μου):

χασομερώ

3. χασομερώ (χρονοτριβώ, καθυστερώ):

χασομερώ

II . χασομερ|ώ <-άς, -ησα> [xasɔmɛˈrɔ] VERB μεταβ (κάποιον)

χασομερώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский