Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: gammeln και Gaumen

gammeln [ˈgaməln] VERB αμετάβ οικ

1. gammeln (Lebensmittel):

2. gammeln (faul sein):

3. gammeln (Zeit verlieren):

Gaumen <-s, -> [ˈgaʊmən] SUBST αρσ ΑΝΑΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский