Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fristlos , frivol και Frivolität

frivol [friˈvoːl] ΕΠΊΘ

Frivolität <-, -en> SUBST θηλ

1. Frivolität (das Frivolsein):

2. Frivolität (frivole Bemerkung):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский