Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τολμηρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τολμηρ|ός <-ή, -ό> [tɔlmiˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. τολμηρός (θαρραλέος):

τολμηρός

2. τολμηρός (θρασύς):

τολμηρός

3. τολμηρός (επιθετικός, απότομος):

τολμηρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский