Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τολμώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τολμ|ώ <-άς, -ησα> [tɔlˈmɔ] VERB μεταβ

τολμώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский