Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fertigen και Fertigkeit

fertigen [ˈfɛrtɪgən] VERB μεταβ

Fertigkeit <-, -en> SUBST θηλ

1. Fertigkeit nur ενικ (Geschicklichkeit):

2. Fertigkeit (Fähigkeit):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский