Γερμανικά » Ελληνικά

I . fern [fɛrn] ΕΠΊΘ (räumlich, zeitlich)

II . fern [fɛrn] ΕΠΊΡΡ

III . fern [fɛrn] PREP +δοτ

Ferne <-> [ˈfɛrnə] SUBST θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский