Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „emplumecer“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: empfunden και plumpsen

plumpsen [ˈplʊmpsən] VERB αμετάβ +sein

empfunden [ɛmˈpfʊndən]

empfunden part πρκ von empfinden

Βλέπε και: empfinden

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский