Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „einnachten“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ein|nachten [ˈaɪnnaxtən] VERB αμετάβ CH

einnachten s. dunkeln

Βλέπε και: dunkeln

I . dunkeln VERB αμετάβ +sein (Farbe)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Dabei vergass sie die Zeit, und sie konnte ihre Rückkehr erst nach dem Einnachten antreten.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "einnachten" σε άλλες γλώσσες

"einnachten" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский