Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: altersbedingt , branchenbedingt , ausbedingen και absatzbedingt

altersbedingt ΕΠΊΘ

aus|bedingen

ausbedingen irr VERB αυτοπ ρήμα sich ausbedingen:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский