Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „bemüßigt“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

bemüßigt [bəˈmyːsɪçt] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με bemüßigt

sich bemüßigt fühlen, etw zu tun

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Niemand in der preußisch-deutschen Bürokratie fühlt sich bemüßigt, ihm zu helfen, alles läuft streng nach Vorschrift.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"bemüßigt" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский