Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Affekt , affenartig , affektiert και affektiv

Affekt <-(e)s, -e> [aˈfɛkt] SUBST αρσ

affektiert [afɛkˈtiːɐt] ΕΠΊΘ

affenartig ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский