Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιτηδευμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιτηδευμέν|ος <-η, -ο> [ɛpitiðɛvˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

επιτηδευμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский