επιτήδευμα [ɛpiˈtiðɛvma] SUBST ουδ
1. επιτήδευμα (επάγγελμα του επαγγελματία):
- επιτήδευμα
- Gewerbe ουδ
- άσκηση θηλ επιτηδεύματος
- Gewerbeausübung θηλ
-
- Gewerbeverbot ουδ
- δήλωση ουδ επιτηδεύματος
- Gewerbeanmeldung θηλ
-
- Gewerbeaufsicht θηλ
- φόρος αρσ επιτηδεύματος
- Gewerbesteuer θηλ
- απαλλαγή θηλ από το φόρο επιτηδεύματος
-
2. επιτήδευμα (φόρος):
- επιτήδευμα
- Gewerbesteuer θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.