Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: proper , achtern και ackern

ackern VERB αμετάβ οικ (schwer arbeiten)

achtern ΕΠΊΡΡ ΝΑΥΣ

proper [ˈprɔpɐ] ΕΠΊΘ

1. proper (ordentlich):

2. proper (gepflegt):

3. proper ειρων:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский