Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: abbinden και abbeißen

I . ab|binden irr VERB μεταβ

1. abbinden (losbinden):

2. abbinden ΙΑΤΡ:

II . ab|binden irr VERB αμετάβ (Zement)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский