Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Streitgehilfe“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Streitgehilfe (-gehilfin) <-n, -n> SUBST αρσ (θηλ) ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Streitgehilfe" σε άλλες γλώσσες

"Streitgehilfe" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский