Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Streiterin“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Streiterin <-, -nen> SUBST θηλ τυπικ (Verfechterin)

Streiterin

Streiter <-s, -> SUBST αρσ τυπικ (Verfechter)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Immer mehr entwickelte sie sich immer zu einer unbeirrbaren Streiterin gegen soziales Unrecht und als mutige Kämpferin für Frauenrechte.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Streiterin" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский