Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: tiefsinnig και referieren

tiefsinnig ΕΠΊΘ

1. tiefsinnig (klug):

2. tiefsinnig (melancholisch):

referieren [refeˈriːrən] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский