Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Raffgier , Kraftmeier , raffiniert και raffgierig

Raffgier <-> SUBST θηλ ενικ

raffgierig ΕΠΊΘ

raffiniert [rafiˈniːɐt] ΕΠΊΘ

1. raffiniert (gerissen):

2. raffiniert (verfeinert):

Kraftmeier <-s, -> SUBST αρσ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский