Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παλικαράς“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παλικαρ|άς <-άδες> [palikaˈras] SUBST αρσ

1. παλικαράς (άντρας γενναίος):

παλικαράς
ganzer Kerl αρσ
είναι παλικαράς

2. παλικαράς ειρων:

Παραδειγματικές φράσεις με παλικαράς

είναι παλικαράς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский