Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: leasen , pleite και plempern

pleite [ˈplaɪtə] ΕΠΊΘ

1. pleite (bankrott):

2. pleite οικ (ohne Geld):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский