Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: nuckeln και zurückerinnern

nuckeln [ˈnʊkəln] VERB αμετάβ

nuckeln an +δοτ
πιπιλώ +αιτ

zurück|erinnern VERB αυτοπ ρήμα

zurückerinnern sich zurückerinnern:

θυμάμαι +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский