Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: körnig , kernig , seinige και meinige

seinige [ˈzaɪnɪgə] ΚΤΗΤ ΑΝΤΩΝ τυπικ veraltend

kernig [ˈkɛrnɪç] ΕΠΊΘ

1. kernig (urwüchsig):

2. kernig (voller Kerne):

körnig [ˈkœrnɪç] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский