Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Meisterbrief , geistreich , Geisterfahrer και geistlich

Meisterbrief <-(e)s, -e> SUBST αρσ

geistlich [ˈgaɪstlɪç] ΕΠΊΘ

1. geistlich (religiös):

2. geistlich (klerikal):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский