Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Murren , gurren , surren και murren

surren [ˈzʊrən] VERB αμετάβ

1. surren (von Insekt):

2. surren (Motor, Kamera):

gurren [ˈgʊrən] VERB αμετάβ (Taube)

Murren <-s> [ˈmʊrən] SUBST ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский