Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χωρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χωρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xɔˈrizɔ] VERB μεταβ

1. χωρίζω (απομακρύνω):

χωρίζω

2. χωρίζω (διαιρώ):

χωρίζω σε
teilen in +αιτ

II . χωρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xɔˈrizɔ] VERB αμετάβ

1. χωρίζω (αφήνω και φεύγω):

χωρίζω

2. χωρίζω (παίρνω διαζύγιο):

χωρίζω

Παραδειγματικές φράσεις με χωρίζω

χωρίζω κάτι στα δύο
χωρίζω σε τρία μέρη
χωρίζω την ήρα από το σ(ι)τάρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский