Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χώρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χώρισμα [ˈxɔrizma] SUBST ουδ

1. χώρισμα (τοίχος):

χώρισμα
Trennwand θηλ

2. χώρισμα (σε ράφι):

χώρισμα
Fach ουδ

3. χώρισμα (ιδιαίτερος χώρος σε μεγαλύτερο):

χώρισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский