Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χωρισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χωρισμός [xɔrizˈmɔs] SUBST αρσ

1. χωρισμός (δύο ανθρώπων):

χωρισμός
Trennung θηλ

2. χωρισμός (διαίρεση):

χωρισμός σε
Teilung θηλ in +αιτ
χωρισμός της περιουσίας

Παραδειγματικές φράσεις με χωρισμός

χωρισμός της περιουσίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский