Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξομάλυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξομάλυνσ|η <-εις> [ɛksɔˈmalinsi] SUBST θηλ

1. εξομάλυνση (επιφάνειας):

εξομάλυνση
Glättung θηλ

2. εξομάλυνση (δρόμου):

εξομάλυνση
Ebnen ουδ

3. εξομάλυνση (κατάστασης, σχέσεων):

εξομάλυνση

4. εξομάλυνση (υπόθεσης):

εξομάλυνση
Regelung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский