Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εναρμονίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εναρμονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛnarmɔˈnizɔ] VERB μεταβ

1. εναρμονίζω:

εναρμονίζω κάτι με κάτι

2. εναρμονίζω ΟΙΚΟΝ (φόρο):

εναρμονίζω

Παραδειγματικές φράσεις με εναρμονίζω

εναρμονίζω κάτι με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский