Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έναρθρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έναρθρ|ος <-η, -ο> [ˈɛnarθrɔs] ΕΠΊΘ

1. έναρθρος (λόγος):

έναρθρος

2. έναρθρος ΜΗΧΑΝΙΚΉ (με αρθρώσεις):

έναρθρος
Gelenk-

3. έναρθρος ΓΛΩΣΣ (που εκφέρεται με άρθρο):

έναρθρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский