Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έναρξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έναρξ|η <-εις> [ˈɛnarksi] SUBST θηλ

έναρξη
Beginn αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με έναρξη

έναρξη θηλ τοκετού
Baubeginn αρσ
πριν από την έναρξη της
η έναρξη θηλ ισχύος ενός νόμου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский